Πέμπτη 6 Ιουλίου 2017

ΓΡΑΦΩ ΤΟ ΔΙΚΟ ΜΟΥ ΠΑΡΑΜΥΘΙ (3/2017)

Ο ΓΕΡΟΝΤΑΣ ΚΑΙ ΤΟ ΧΑΜΕΝΟ ΚΟΡΙΤΣΙ


Κάποτε σε ένα δάσος μακρινό, ένα μικρό χωριουδάκι υπήρχε με δέκα σπιτάκια όλα και όλα. Σε ένα από τα δέκα αυτά σπίτια ήταν μια οικογένεια με ένα κοριτσάκι. σε ένα άλλο σπίτι που βρισκόταν στην άλλη άκρη έμενε ένας γέροντας μόνος του. Κάθε μέρα το το κοριτσάκι πηγαίνει βόλτα μέσα στο δάσος και μαζεύει λουλούδια και διάφορα φρούτα που υπήρχαν πάνω στα δέντρα.
Μια ηλιόλουστη μέρα το κοριτσάκι ξεκίνησε να πάει στο δάσος για να μαζέψει λουλούδια , για να στολίσει το δωμάτιό της μιας και είχε έλθει η Άνοιξη. Καθώς προχωρούσε είδε κάτι να φωτίζει από μακριά και ακολούθησε το φως. Στα ξαφνικά όλα σκοτείνιασαν. Το κοριτσάκι φοβήθηκε και δεν ήξερε που να πάει. Αφού είχε περάσει αρκετή ώρα η μαμά της είχε τρομάξει. Εν τω μεταξύ το κορίτσι βρήκε μια καλύβα, μπήκε μέσα και έμεινε εκεί όλη τη νύχτα, μέχρι που ήρθε το πρωί. Όταν πήγε να βγει από την καλύβα κάτι άκουσε και τρόμαξε, γι΄ αυτό δεν βγήκε από την καλύβα.
Το μεσημέρι βγήκε έξω και άρχισε να ψάχνει για το σπίτι της. Μετά από λίγο κάποιος περπάταγε προς το μέρος της. Εκείνη τη στιγμή κοριτσάκι κρύφτηκε πίσω από ένα δέντρο. Σιγά- σιγά κοίταξε λίγο και αντίκρισε το γέροντα που μένει κοντά στο σπίτι της. Ο γέροντας κατάλαβε ότι είχε χαθεί και ότι ήταν τρομαγμένη και την οδήγησε σπίτι της. Μόλις οι γονείς της, την αντίκρισαν έτρεξαν κοντά της. Η μητέρα ευχαρίστησε τον γέροντα και αμέσως μετά τον αποχαιρέτησαν.
Η μητέρα είπε στην κόρη της:
-Γλυκιά μου, γιατί έφυγες πιο μακριά από το σημείο που είχαμε ορίσει; 
-Να, είδα ένα φως και παρασύρθηκα.
Καλά, αλλά σε παρακαλώ μην το ξανακάνεις.
-Εντάξει μαμά. Με συγχωρείς,
-Ναι, αρκεί να μην ξαναφύγεις μόνη σου πιο μακριά.
-Σύμφωνα.
-Σε καταλαβαίνω λίγο. Μια φορά πιο παλιά, πριν σε γεννήσω ήμασταν με τον μπαμπά σου σε μια γέφυρα. Από κάτω υπήρχε ένα ποτάμι. Πάνω στο ποτάμι υπήρχαν διάφορα λουλούδια. Καθόμασταν και χαζεύαμε τη θέα και ξαφνικά εμφανίστηκε ένα βατραχάκι, το οποίο πήδαγε από λουλούδι σε λουλούδι! Ήταν τόσο γλυκούλι. Έσκυψα να το πιάσω, γιατί ήταν τόσο κοντά. Ο πατέρας σου με προειδοποίησε ότι θα πέσω. Εγώ δεν τον άκουσα και έπεσα μέσα στο ποτάμι. Το ποτάμι με παρέσυρε και βρέθηκα στη μέση του πουθενά. Την επομένη μέρα με βρήκαν καθισμένη πάνω σε ένα βράχο. Η γιαγιά σου με μάλωσε αλλά έπειτα από λίγο με συγχώρεσε.
-Τελικά  είναι εύκολο κάτι απλό να σε παρασύει και να βρεθείς κάπου μακριά.
-Ναι, κορίτσι μου. Δίκιο έχεις. Συγνώμη που σου φώναξα νωρίτερα, αλλά φοβήθηκα.
-Δεν πειράζει.
Η ζωή συνέχισε κανονικά ακούγοντας ο ένας τον άλλο και χωρίς τσακωμούς. Μια ήρεμη και ειρηνική ζωή τους περίμενε.

ΜΕΛΙΝΑ ΑΓΓΕΛΙΔΟΥ

ΣΣ. Το κείμενο αυτό αποτελεί εργασία της μαθήτριας στο πλαίσιο του μαθήματος της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας της Α' τάξης της καθηγήτριας Γεωργίας Αλειφέρη.

1 σχόλιο:

  1. Τα παιδιά με τις ιστορίες τους μας δίνουν πάντα πολλά σημαντικά μύνηματα!

    ΑπάντησηΔιαγραφή