Τρίτη 16 Αυγούστου 2016

ΓΡΑΦΩ ΤΟ ΔΙΚΟ ΜΟΥ ΠΑΡΑΜΥΘΙ (5/2016)

ΒΡΟΧΗ ΑΠΟ ΑΣΤΕΡΙΑ
 
Μία φορά και έναν καιρό σε ένα τόπο μακρινό, ζούσε ένα ορφανό κοριτσάκι χωρίς σπίτι, χωρίς κεραμίδι να το σκεπάσει, χωρίς έναν άνθρωπο να την παρηγορήσει, χωρίς τροφή και κρεβάτι να κοιμηθεί. Το όνομά του, Μαρίνα. 
Η Μαρίνα λοιπόν,  όπως καταλάβατε, ήταν ένα πολύ φτωχό κοριτσάκι. Όμως ό,τι της έλειπε σε υλικά αγαθά , της περίσσευε σε καλοσύνη. Η Μαρίνα λοιπόν στη μικρή πόλη που ζούσε, σαν αυτή, υπήρχαν και άλλοι άνθρωποι πολύ πιο δυστυχισμένοι  από την ίδια. Έτσι όπως καλοκάγαθη και καλόκαρδη που ήταν, βοηθούσε όποτε μπορούσε. Γιατί γνώριζε από κακίες και στεναχώριες. Η Μαρίνα όμως πίστευε πάντα ότι κάποτε θα συναντήσει την αληθινή ευτυχία, πίστευε ότι κάποτε όλα αυτά τα βάσανα που είχε υπομείνει, το θάνατο της μητέρας και του πατέρα της από μια σοβαρή αρρώστια, το ότι όλοι οι παππούδες και οι γιαγιάδες της δεν την ήθελαν  και την πέταξαν  στον δρόμο θα «ανταλλάσσονταν» με καινούργιες ευτυχισμένες αναμνήσεις.
Μία μέρα λοιπόν καθώς περπατούσε ανέμελα στο δάσος, συνάντησε έναν ταλαιπωρημένο, ανήμπορο παππού. Η Μαρίνα τον κοίταξε πρώτα καλά, παρατήρησε σε τι άσχημη θέση ήταν και πλησίασε πρόθυμη να τον βοηθήσει. Εκείνος της αποκρίθηκε:
-Μικρή μου, σε παρακαλώ, δώσε μου κάτι να φάω έχω να τραφώ δύο μέρες τώρα. Κάνε ένα καλό και βοήθησε με.
-Ευχαρίστως να σε βοηθήσω καλέ μου παππούλη! Είπε και ευθύς και άνοιξε την χιλιομπαλωμένη κόκκινη τσαντούλα της και έβγαλε ένα κομμάτι κατάξερο ψωμί που είχε μαζί με κάτι ξινά μανταρίνια και το έδωσε στον παππού.
-Συγγνώμη, του αποκρίθηκε.  Δεν έχω κάτι καλύτερο. Είπε η Μαρίνα και στεναχωρήθηκε.
-Παιδί μου, απάντησε ο παππούς, αυτό είναι ό,τι καλύτερο μπορεί να μου προσφέρει κανείς. Σε ευχαριστώ μεσ΄ απ΄ τα βάθη της καρδιάς μου.
Αργότερα, την ίδια μέρα, το απόγευμα, συνάντησε η Μαρία  ένα μικρό αγόρι και ντυμένο με κουρέλια, ρούχα χειρότερα από τα δικά της. Καθώς την είδε την Μαρίνα έτρεξε κοντά της.
-Κρυώνω πολύ έχεις κάτι να με ζεστάνει; Της είπε κλαίγοντας.
Η Μαρίνα αφού το καθησύχασε πρώτα του πρόσφερε το πράσινο σκουφάκι της να ζεσταίνει το παγωμένο, ξανθό κεφαλάκι του. Εκείνο την ευχαρίστησε και έτρεξε στην αγκαλιά των γονιών του γελώντας. Η Μαρίνα χαιρόταν πολύ γιατί παρόλο που κρύωνε είχε βοηθήσει δύο ανθρώπους.
Αργότερα, το άλλο πρωί καθώς τριγυρνούσε στα σοκάκια της μίζερης πόλης  όπου ζούσε είδε ένα κοριτσάκι που έκλαιγε απαρηγόρητο. Τότε η Μαρίνα του μίλησε τρυφερά και του είπε:
-Σταμάτα να κλαις καλό μου. Έλα πάρε τη ζακέτα μου να ζεσταθείς.
Το κοριτσάκι που πριν τουρτούριζε απ΄ το κρύο μα τώρα μια γλυκιά ζεστασιά απλώθηκε  στο κορμάκι της.
Την ίδια μέρα το βράδυ, συνάντησε μια φτωχή μαμά με το παιδί της αγκαλιά. Το λυπήθηκε το καημένο και έδωσε στην μαμά του τα παπούτσια της να τα φορέσει το παιδί για να μην κρυώνουν τα ποδαράκια του.
Τελικά η Μαρίνα έμεινε μόνη στο σκοτεινό δάσος να τρέμει ολόκληρη από το κρύο. Είχε πέσει πυκνό σκοτάδι οπότε η Μαρίνα νύσταξε και κουλουριάστηκε κάτω από ένα γέρικο πεύκο και προσπάθησε να ζεσταθεί για να κοιμηθεί. Τότε κάτι μαγικό συνέβη! Το δέντρο μίλησε και είπε στο κορίτσι: «βλέπεις τα λαμπερά αστέρια εκεί ψηλά;», «Και βέβαια», αποκρίθηκε η Μαρίνα γεμάτη έκπληξη. «Μα τι παράξενο!» Αναφώνησε. «Φαίνονται να κατεβαίνουν όλο και πιο χαμηλά»! Τότε το δέντρο της επισήμανε: «Ίσως θέλουν κάτι να πουν»… Σχίζοντας τον ουρανό και τυλίγοντας την Μαρίνα τα αστέρια και δίνοντάς της ένα υπέροχο μπλε βελούδινο φόρεμα και νομίσματα τα αστέρια επέστρεψαν στον ουρανό.
Το κορίτσι με την χρυσή καρδιά μάζεψε τα νομίσματα που είχαν πέσει από τον ουρανό και από τότε έζησε ευτυχισμένη, χωρίς στερήσεις βοηθώντας πάντα όσους είχαν ανάγκη.

ΜΑΡΙΑ ΔΙΑΜΑΝΤΟΠΟΥΛΟΥ

ΣΣ. Το κείμενο αυτό αποτελεί εργασία της μαθήτριας στο πλαίσιο του μαθήματος της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας της Α' τάξης της καθηγήτριας Γεωργίας Αλειφέρη.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου